- Ἤλης
- Ἦλιςfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤλης — ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐλαύνω drive imperf ind act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοηλής — νεοηλής, ές (Α) αυτός που αλέστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ηλής (< ἀλῶ «αλέθω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek